- μαστίζω
- (AM μαστίζω, Α δωρ. τ. μαστίσδω)1. χτυπώ με μαστίγιο, μαστιγώνω, ραβδίζω, βιτσίζω, βουρδουλίζω, καμτσικίζω2. μτφ. βασανίζω, πλήττω, χτυπώνεοελλ.κατατρύχω, λυμαίνομαι, ερημώνω, καταστρέφω, αφανίζω, ρημάζω («οι επιδημίες μάστιζαν άλλοτε την ανθρωπότητα»)μσν.1. τραυματίζω, πληγώνω2. τιμωρώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < μάστιξ, -ιγος ή μεταπλασμένος τ. τού μαστίω* κατά τα ρ. σε -ίζω].
Dictionary of Greek. 2013.